- πολυπλακοφόρα
- (polyplacophora). Μαλάκια αμφίνευρα με σώμα συμμετρικό, ωοειδές και πλατύ. Λέγονται και πλακοφόρα. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι το όστρακο της ράχης τους, που αποτελείται από μια σειρά ασβεστολιθικές πλάκες, ενωμένες χαλαρά μεταξύ τους, ώστε να μπορούν τα μαλάκια να μαζεύονται και να σχηματίζουν σφαίρα, όπως ακριβώς κάνουν οι δακτυλιοσκώληκες. Το κεφάλι τους δεν ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σώμα τους και στερούνται ματιών. Το στόμα τους διαθέτει, στο κάτω μέρος, ένα ξύστρο. Μοιάζουν με τα γαστερόποδα γιατί στην κοιλιά τους έχουν ένα πόδι πλατύ, με το οποίο σέρνονται στους βράχους και τις πέτρες. Ο μανδύας τους δεν είναι πολύ ανεπτυγμένος και σχηματίζει γωνία με το πόδι. Μέσα στη μανδυακή κοιλότητα βρίσκεται μια σειρά από μικρά βράγχια.
Τα π. είναι ζώα φυτοφάγα. Ζούν ανάμεσα στα ρηχά νερά, και πολύ σπάνια φτάνουν στο βάθος των ωκεανών. Τα μαλάκια αυτά είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία χιτώνες.
* * *τα, Νζωολ. αμφίνευρα γονοχωριστικά μαλάκια που ζουν συνήθως σε παράκτιους βράχους και ο σκελετός τους αποτελείται από οκτώ πλάκες κατά μήκος τής ράχης τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyplacophora < πολυ-* + πλάξ, πλακός + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.